- στεγήρης
- στεγ-ήρης, ες,A roofed,
οἶκος Moschio
Trag.6.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶκος Moschio
Trag.6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεγήρης — ῆρες, Α στεγασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + κατάλ. ήρης (Ι)* (πρβλ. ποδ ήρης)] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek